Ακόμα θυμάμαι τη χαρά που ένιωθα όταν ήμουνα μικρούλα σαν ετοιμαζόμαστε για το ταξίδι που κάναμε κάθε καλοκαίρι. Πηγαίναμε στο νησί που ήταν η πατρίδα της μητέρας μου. " Το αγαπάω το νησί μου " μας έλεγε . " Το αγαπάω γατί είναι η γεννήτρα μου ''. Μικρό παιδάκι εγώ τότε , η ψυχή μου γέμιζε με ήλιο, θάλασσα και ξεγνοιασιά πριν ακόμα μπούμε στο καράβι. Φορτωμένοι με τις βαλίτσες και τους μπόγους στα χέρια ανεβαίναμε τις ανεμόσκαλες που υπήρχαν τότε. Εγώ με το ψάθινο καπελάκι στο κεφάλι και το χέρι μου τεντωμένο, να μου το κρατάει σφιχτά η μητέρα μου, γιατί φοβόταν μην πέσω στη θάλασσα. Οι μικροπωλητές με τα καλάθια στα χέρια τους , πωλούσαν ένα σωρό πράγματα, από δραμαμίνες για τη ζαλάδα που φέρνει η φουρτούνα η και η καραβίλα, αυτή η μυρωδιά που σε έπνιγε, μόλις έμπαινες στο καράβι. Επίσης πωλούσαν κομπολογάκια, τράπουλες, βεντάλιες και ματογυάλια για τον ήλιο. Ένα ζευγάρι γυαλιά τέτοια λιμπίστηκα και εγώ και ζήτησα να μου τα αγοράσουν. Είχαν κόκκινο σκελετό και το σχήμα τους έμοιαζε με πεταλούδα. ''Δεν είναι καλά βρε παιδάκι μου , δεν θα βλέπεις με δαύτα, θα πονέσουν τα μάτια σου " είπε ο πατέρας μου. Εγώ μούτρωσα και για να μη με στεναχωρήσουν μου τ' αγόρασαν. Μόλις τα φόρεσα κατάλαβα οτι είχαν δίκιο. Δεν έβλεπα καλά ήταν θαμπά. Δεν με ένοιαζε όμως, είχα καμάρι που φορούσα γυαλιά μοντέρνα. Σήμερα, ύστερα από πενήντα χρόνια, τα καράβια είναι διαφορετικά. Δεν μυρίζουν άσχημα. Έχουν ωραία σαλόνια, όπου μπορείς να καθίσεις άνετα, πεντακάθαρα στρωμένα με ωραία χαλιά. Οι σκάλες τους είναι ωραίες και σε πολλά κυλιόμενες. Μόνο ο απόηχος των ανθρώπων είναι ο ίδιος. Αν κλείσεις τα μάτια ακούς τους ίδιους ήχους όπως τότε. Παιδάκια να κλαψουρίζουν, άντρες να αστειεύονται και να γελούν, μανάδες να λένε στα παιδιά τους: " Κάτσε κάτω θα σε χάσω μέσα στη πολυκοσμία". Τώρα είμαι ακουμπισμένη στη κουπαστή , επάνω στη πρύμνη του καραβιού και από εδώ ψηλά βλέπω τους ταξιδιώτες που μπαίνουν στο καράβι. Περιμένω κάτι φίλους μου από τον Καναδά. Είναι δύο ζευγάρια. Έχουν σαράντα χρόνια να έρθουν στην Ελλάδα. (Συνεχίζεται...)